επιπόλιος

επιπόλιος
ἐπιπόλιος, -ον (Α) [πολιός]
αυτός που άρχισε να ασπρίζει, ο γκριζομάλλης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιπόλιος — growing grey masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπόλιον — ἐπιπόλιος growing grey masc/fem acc sg ἐπιπόλιος growing grey neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιπολιούμαι — ἐπιπολιοῦμαι, όομαι (Α) [επιπόλιος] αρχίζω να γίνομαι πολιός, να ασπρίζω («διά τήν ήλικίαν ἐπιπολιοῦνται αἱ τρίχες», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • πολιός — ά, ό / πολιός, ά, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. θηλ. και ος, ανωμ. τ. θηλ. πολιάς, άδος, Α 1. (ιδίως για τρίχες) υπόλευκος, φαιός, ασπριδερός, ψαρός, γκρίζος («ἕσσατο δ ἔκτοσθεν ῥινὸν πολιοῑο λύκοιο», Ομ. Ιλ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει ψαρές ή λευκές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”